ΚΑΡΑΜΠΟΛΑ

Εχθές επέλεξα να αφεθώ στο παρελθόν. Είναι μια βόλτα που ανέκαθεν απέφευγα, γιατί άλλοτε την θεωρούσα περιττή κι άλλοτε επικίνδυνη.  Δεν ξέρω τι με οδήγησε να επιστρέψω νοερά στην παιδική μου ηλικία, ίσως το χάσμα, που κάθε μέρα μεγαλώνει, ανάμεσα στον ενήλικα εαυτό μου και στο παιδί που κάποτε ήμουν.

Πολλοί έχουν την ψευδαίσθηση ότι ξαναγίνονται παιδιά απλά και μόνο κάνοντας πράγματα κόντρα στην ηλικία τους. Μέγα ψέμα, ανώφελη αυταπάτη.  Το παιδί που υπήρξες έχει μείνει πλέον στο παρελθόν, κρυμμένο μέσα στα κουτιά που τόσο ψυχαναγκαστικά έμαθες να φτιάχνεις και ν’ αρχειοθετείς, αποκαλώντας τα ζωή. Κάθε μέρα που πάλευες να ενηλικιωθείς, απομακρυνόσουν ακόμα ένα βήμα από αυτό το παιδί που με ζήλο ποθούσες να εγκαταλείψεις πίσω σου. Φορούσες τακούνια για να ψηλώσεις, βαφόσουν για να γοητεύσεις, έσφιγγες την ζώνη ένα τσακ παραπάνω για να λεπτύνει η μέση. Τώρα που τα κατάφερες αυτά, ανυπομονείς για την στιγμή που θα ξεβαφτείς για να αναπνεύσει το πρόσωπό σου, θα φορέσεις άνετα ρούχα και θα περπατήσεις ξυπόλυτη για να νιώσεις το έδαφος στα πόδια σου. Η ενήλικη ζωή σου συνιστά ένα δρόμος αντιφάσεων που, μόνο κάποιες σκιές του, σου θυμίζουν μονοπάτια παλιότερα, ανέμελα κι αγαπημένα.

image

 

Τότε που μέτραγες  τα παγωτά που έφαγες έχοντας την μακάρια άγνοια για τις πληγές των μελλοντικών καλοκαιριών. Άνοιγες  την ΚΑΡΑΜΠΟΛΑ και χαιρόσουν με τα πλαστικά δωράκια. Βλέπεις, το μάτι δεν είχε εκπαιδευτεί να ψάχνει «κάτι να γυαλίζει». Ανυπομονούσες να περάσουν οι σχολικές Δευτέρες και δεν ήξερες ότι υπάρχουν και οι Δευτέρες της δουλειάς ή οι Δευτέρες της ανεργίας.

Σιγά σιγά συνειδητοποιείς ότι οι μέρες δεν ορίζονται από το όνομά τους αλλά από τις στιγμές που θα ρίξεις μέσα τους, σταγόνα-σταγόνα, μέχρι να ξεχειλίσει το ποτήρι και να πας στην Τρίτη, την Τετάρτη… Μερικές φορές το ποτήρι μπορεί να είναι άδειο, αλλά η επόμενη μέρα θα έρθει θες δεν θες.

Ακόμα κι αν αυτή η αναπόφευκτη διαδοχή των ημερών έχει αρχίσει να σε τρομάζει, επιλέγεις να τις σπαταλάς γιατί έτσι έμαθες. Το ρολόι αποτελούσε στην αρχή το μέσο για να μετράς τα λεπτά για το επόμενο διάλειμμα, μετά για την ώρα που θα σχολάσεις και πλέον μια υπενθύμιση αυτού που ίσως σου γλιστράει μέσα απ’ τα χέρια.

image

Επιλέγω να γυρίσω στο παρελθόν για μια στιγμή. Μονάχα. Είναι αρκετή για να ξαναθυμηθώ αυτό που κάποτε υπήρξα, εκείνα τα τεμπέλικα καλοκαίρια που καταβρόχθιζα το ένα βιβλίο μετά το άλλο, υπνωτισμένη από τις ιστορίες διαφόρων κόσμων, χωρίς όμως να τα κατανοώ όλα πλήρως.  Με τον καιρό τα νοήματα γίνονταν όλο και πιο ξεκάθαρα, σημάδι ότι ενηλικιωνόμουν κι αποκτούσα καλύτερη αντίληψη. Και τώρα εδώ, γράφω, σε μια προσπάθεια να εγκλωβίσω αυτό που νιώθω ότι μου ξεφεύγει. Νομίζω ότι είμαι ένα κοριτσάκι μ’ ένα βιβλίο στο ένα χέρι και μια ΚΑΡΑΜΠΟΛΑ στο άλλο.

Συντάκτρια: Σοφία Παπαγεωργίου

Χτες άλλαξε η Ώρα

Από μικρό παιδί σε παραξένευε αυτή η μικρή, σχεδόν ανεπαίσθητη, αλλαγή της καθημερινότητάς σου, σχεδόν σε γοήτευε. Μια ώρα μπροστά τον Μάρτιο. Μια ώρα πίσω τον Οκτώβριο. Τι εξουσία είχαν οι άνθρωποι να επέμβουν σε κάτι τόσο άκτιστο, να το μετρήσουν, να του βάλουν όρια και να του αλλάξουν τη ροή από πάνω.

Εσύ, βέβαια, αυτή την αλλαγή τη μετρούσες σε ώρες ύπνου. Αδιαφορούσες για αυτό που τυχαία είχες ακούσει, ότι ο λόγος είναι η καλύτερη αξιοποίηση του φωτός για εξοικονόμηση ενέργειας.  Όλα, εξάλλου,  τα ανήγαγες στο προσωπικό. Κάθε φορά έλεγες, θα κοιμηθώ μια ώρα λιγότερο ή θα κοιμηθώ μια ώρα περισσότερο. Δε σε ένοιαζε το γεγονός ότι εκείνες τις Κυριακές του Μαρτίου, όπως και χτες, δεν δούλευες και μπορούσες, όταν ο χρόνος πήγαινε μπροστά, να αναπληρώσεις αυτή τη μια, χαμένη ώρα ύπνου.

Χρόνος. Πόσο ακαθόριστο μέγεθος.

Γυρνάς πίσω μια ώρα και θυμάσαι την παιδική ηλικία σου. Όταν όλα ήταν τόσο πρωτόγνωρα και ξένα. Η μνήμη σου χτιζόταν διαρκώς και τα καλοκαίρια σου ήλπιζες πως θα διαρκούσαν περισσότερο. Αναρωτιέσαι τι έγραφε η απάντησή σου στην Έκθεση με τίτλο ‘’Ο ελεύθερος χρόνος στην εποχή μας’’. Αδυνατείς να θυμηθείς.

image

Γυρνάς μπροστά μια ώρα και σε φαντάζεσαι μια δεκαετία μεγαλύτερο. Εύχεσαι να έχουν δημιουργηθεί χρονοτράπεζες για να μπορείς να αγοράσεις λίγο παραπάνω χρόνο (ακόμα και με καταχρηστικό επιτόκιο), για να πραγματοποιήσεις όσα όνειρα δεν θα έχεις καταφέρει να κατακτήσεις. Και χρονοψυγεία, για να μπορείς συντηρήσεις την άωρη νιότη σου, να επιβραδύνεις στις στιγμές σου, τις διαθέσεις των ανθρώπων σου, τις γεύσεις που βάζεις στη γλώσσα σου.

Επιστρέφεις στο τώρα. Επιρρεπής στον πανικό, ξανασκέφτεσαι τη μια ώρα που έχασες χτες. Δεν είναι, πια, απλά μια ώρα χαμένου ύπνου αλλά μια ώρα χαμένης ζωής. Σκέφτεσαι ότι μέχρι σήμερα έχεις χάσει 30 τέτοιες.  Μια για κάθε χρόνο ζωής σου.

Σε έχουν φορτώσει και με αυτά τα μότο ‘’Ζήσε τη στιγμή’’ ή ‘’Κάνε κάθε στιγμή σου ξεχωριστή’’. ‘’Πώς γίνεται αυτό;’’, αναρωτιέσαι. Πόσο ελεύθερο χρόνο έχουν αυτοί που βλέπεις να τα λένε αυτά, πόση διάθεση, πόσα λεφτά, πόσους πολλούς φίλους για να ακολουθούν στις ‘’ξεχωριστές’’ αυτές στιγμές τους;

Σκέφτεσαι ότι κάθε σου στιγμή δεν είναι πια και τόσο δυνατή ή τόσο ξεχωριστή. Ακόμα κι αν ήταν, όμως, πώς θα τη ξεχώριζες από τις μη δυνατές, τις μη ξεχωριστές που δε θα υπήρχαν;  Στερεότυπο, το ξέρεις.  Σε κάνει όμως να αισθάνεσαι καλά.

image

Θυμάσαι τα λόγια του Λειβαδίτη και επιστρέφεις, ήρεμα κι ωραία, στη μονοτονία της δουλειάς σου.

[…] Αηδίες — ο χρόνος έγινε για να κυλάει

οι έρωτες για να τελειώνουν,

η ζωή για να πηγαίνει στο διάολο […]

Σε δυο τρεις μέρες θα έχει ξεχαστεί αυτή η μια ώρα που πήγε τη ζωή σου, ανεπαίσθητα, μπρος – πίσω. Θα σε απασχολήσει ξανά σε 6 μήνες. Μακάρι μέχρι τότε να μην έχεις χάσει άλλη.

Συντάκτης: Σταύρος Πετσαλάκης

AS ONE

image

Καλλιτέχνες, άνθρωποι σε κοινή θέα. Κάποιοι περικλεισμένοι από τζάμι ή τοίχους, άλλοι ελεύθεροι να περιπλανηθούν στο χώρο.

Bρίσκονται εκεί για να τους δεις.

Σε αντίθεση, όμως, με έναν πίνακα ή ένα γλυπτό, μπορούν και αυτοί να σε δουν, να ανταποδώσουν το αδιάκριτο βλέμμα σου και αναγνωρίσουν την παρουσία σου. Αυτομάτως, αρχίζεις να προσέχεις κι εσύ τις κινήσεις σου, τη συμπεριφορά σου. Ακόμα κι αν δε σε κοιτάνε, σε βλέπουν. Και το νιώθεις.

Μία performer μετράει δευτερόλεπτα, σαν ένα ρολόι σε ανθρώπινη μορφή. Πότε κάθεται στο γραφείο της, πότε σημειώνει κάτι, πότε περπατά στο χώρο. Κάποιες στιγμές σωπαίνει, χωρίς όμως να σταματά ποτέ να μετράει, για να επανέλθει δρημύτερη λίγα δευτερόλεπτα αργότερα. Πενηνταοκτώ, πενηνταενιά, τέσσερις παρά τέταρτο. Θα βρίσκεται εκεί καθ’ όλη τη διάρκεια της έκθεσης, για 39 μέρες, επί οκτώ ώρες την ημέρα, να μετράει ασταμάτητα. Έχω καθίσει σε έναν πάγκο απέναντί της και παρακολουθώ. Τι να περνάει από το μυαλό της, άραγε; Κοιτάζει όποιον μπαίνει στην αίθουσα. Καποιοι κουνάνε το κεφάλι τους στο ρυθμό του μετρήματός της. Τους βλέπει και χαμογελάει. Προκαλώ τον εαυτό μου, αν με κοιτάξει, να μην απομαρύνω το βλέμμα μου. Κερδίζω το στοίχημα, τραβάει το βλέμα της πρώτη. «Η ώρα είναι τέσσερις παρά δέκα». Ώρα να προχωρήσω.

Έξω, στις ράμπες που οδηγούν από όροφο σε όροφο, μία ομάδα δύο-τριών ατόμων περπατάνε αργά. Βασανιστικά αργά. Δεν ξέρω αν θέλω να επιταχύνω κι άλλο από αντίδραση, ή να ηρεμήσω λίγο και να επιβραδύνω κι εγώ το βήμα μου και την αναπνοή μου. Νιώθω μια ανυπομονησία, λες και ο προορισμός μου θα εξαφανιστεί αν μου πάρει λίγα δευτερόλεπτα παραπάνω να φτάσω. Τους συγχαίρω από μέσα μου για την υπομονή τους.

image

Επιστρέφω μέσα στην αίθουσα, αυτή τη φορά για να παρατηρήσω τον αιωρούμενο Nikolao. Δεμένος με ιμάντες, κρέμεται από μία δοκό, δεμένος σε μια άβολη, υποθέτω, στάση, σχεδόν εμβρυική. Λίγο πριν έκανε διάλειμμα, στέκοντας όρθιος σε ένα πλύνθο. Κάποιοι υπαλληλοι της έκθεσης και φίλοι του έτρεξαν να βεβαιωθούν ότι είναι καλά, και να προσφέρουν λίγες κουβέντες συμπαράστασης, και όλοι μας γίναμε μάρτυρες της αδυναμίας του, της θνητής ανθρώπινης αδυναμίας. Δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω το πόσο θαρραλέο είναι αυτό. Πιο θαρραλέο κι από το να εμφανιζόταν μπροστά μας γυμνός. Μετά από λίγο, η καλλιτέχνης-ανθρώπινο ρολόι επισκέπτεται το Nikolao. Δεν ξέρω πώς μπορεί να κυλούσε ο χρόνος για εκείνον, αλλά σίγουρα δε θα έκανε πιο εύκολη την κατάσταση το γεγονός ότι ο χρόνος τώρα βρισκόταν μπροστά του και τον βίωνε να περνάει δευτερόλεπτο – δευτερόλεπτο. Παρ’ όλα αυτά την κοιτάει και χαμογελάει αχνά. Εκείνη του χαμογελάει υποστηρικτικά. Συνεχίζει να μετράει τα δευτερόλεπτα, χωρίς φωνή όμως, σαν από σεβασμό στο μαρτύριό του. Πρέπει να είναι μία κάποια ανακούφιση να μοιράζεσαι τη στιγμή με κάποιον που περνάει το ίδιο με εσένα.

Υπήρχε κάτι το τόσο ελκυστικό στη δράση του. Ένιωθα διχασμένη: ένοχη όταν κοιτούσα, λες και έπαιρνα ευχαρίστηση από το μαρτύριό του, αλλά ένοχη και όταν δεν κοιτούσα, διότι ένιωθα ότι δεν προσφέρω υποστήριξη. Ήχοι και βαβούρα ακούγονταν από τον κόσμο στο δωμάτιο και τις υπόλοιπες performances, μα εκείνος δεν έδινε σημασία. Είναι άραγε τόσο εκτυφλωτικός ο πόνος του που δεν μπορεί ν’ αφήσει περιθώριο για κάτι άλλο πέραν από αυτόν ή αγνοεί συνειδητά τη ζωή που συνεχίζει τους ρυθμούς της;

Όσο και αν αν αυτό το είδος έκθεσης ανταμείβει τον θεατή, ειδικά εκείνον που θα αφιερώσει λίγο χρόνο και δε θα κάνει απλά μια βόλτα, άλλο τόσο επίσης μπορεί να γίνει αγχωτικό, εώς και ψυχοφθόρο. Κάθε δευτερόλεπτο αυτών των δρώμενων δε θα επαναληφθεί, αλλά δεν είναι δυνατόν να παρακολουθείς τα πάντα ταυτόχρονα. Όπως και να’χει, καταπολεμούσα αυτή μου την ορμή, καθώς όσο κι αν προσπαθούσα, δεν μπορούσα να απομαρυνθώ.

Επισκέπτες έρχονται και φεύγουν, κι εγώ μένω καθηλωμένη εκεί. Άλλωστε, για εμάς το κάνει
όλο αυτό.

Έτσι δεν είναι;…

Η έκθεση AsOne συνεχίζεται στο Μουσείο Μπενάκη, Κτίριο Πειραιώς, έως τις 24 Απριλίου.

Συντάκτρια: Ελένη Μπατσούλα

Η μελαγχολική γενιά της απώτερης ματαίωσης

Απαρχές του ενενήντα, ίσως και λίγο πιο πρίν, τέλη του ογδόντα. Μια στρατιά ενηλίκων που ζουν τις καλύτερες μέρες τους πιστεύοντας πως δεν έχουν φτάσει ακόμα οι καλύτερες μέρες, πως κοντοζυγώνουν.

Εφοδιασμένοι με τις καλύτερες περγαμηνές, μα χωρίς προοπτική, το ‘’σύστημα’’ σα νευρασθενικό σύννεφο έχει κάτσει πάνω από το κεφάλι τους και δεν τους αφήνει να αναπτύξουν τις ικανότητες τους. Ικανότητες που λόγω τεχνογνωσίας και έλλειψης επιστημονικής γνώσης η προηγούμενη γενιά δεν δύναται να έχει ενώ η επόμενη –παρά την αδιαπραγμέτευτη εφυεία της- δε θα καταφέρει ποτέ να αφομοιώσει τις ηθικές αξίες και το φιλότιμο της ‘’μελαγχολικής γενιάς της απώτερης ματαίωσης’’ γιατί καλώς κακώς το 90΄ υπήρξε ένας αιώνας συμπτυγμένος σε μια δεκαετία.

Οι νέοι της προαναφερθείσης γενιάς περνούν τους χειμώνες τους αναπολώντας τα καλοκαίρια ενώ τα καλοκαίρια οι διακοπές τους εξαντλούνται σε ένα τριήμερο σε νησί του Αιγαίου και το υπόλοιπο διάστημα λιάζονται στις πλατείες του Μεταξουργείου και του Θησείου. Τα αγόρια με τις τζιν βερμούδες τους και τα τριχωτά τους πόδια, τα κορίτσια με τα φλοράλ φορέματα και τα μαλλιά μαζεμένα πίσω. Τα πρωινά με φρέντο εσπρέσσο και τα βράδια με σανγκριά καθώς ως φτωχαδάκια τα κοκτέιλ είναι πολυτέλεια.

image

Τα δωμάτια τους είναι ένας αναρχικός γαλαξίας, στο χαλί αραδιασμένες ποιητικές συλλογές, σημειώσεις της χαμένης εξεταστικής, δυο LIFO του περασμένου εξαμήνου, οι ντουλάπες ντυμένες με κολάζ, το γραφείο τυλιγμενο με λαμπάκια και πνιγμένο στη σκόνη και τα post it.

Μπορούν να σου μιλήσουν για φιλοσοφία, Άγγλους και Ιάπωνες συγγραφείς, για αμερικάνικες σειρές καλύτερα από Αμερικάνους. Με δυσκολία θα δουν μια ταινία ολόκληρη και αν καταφέρουν να την τελειώσουν αυτή θα είναι σε δόσεις. Εκείνοι που πριν 15 χρόνια μπορούσαν να δουν την ίδια κασέτα στην τηλεόραση 2 φορές τη μέρα επί ένα μήνα. Κι αν μην είχε αντιγραφεί καλά η ταινία ντίσνευ, κι ας είχε χιόνια και παράσιτα, με τις διαφημίσεις μέσα («γαμώτο μαμά δε σου είπα να μην αντιγράφεις τις διαφημίσεις, μου τη δίνουν», «δεν πρόλαβα παιδί μου, μαγείρευα») είναι μαθηματικά εξακριβωμένο ότι δε θα δουν μια ταινία δεύτερη φορά παρά μόνο τις πολύ αγαπημένες.

Τρώνε τα πάντα. Κυριολεκτικά τα πάντα. Και πολύ. Σουβλάκι, ινδικό, σούσι, σαρακοστιανά, γλυκά παραδοσιακά και ξενόφερτα, παγωτό βανίλια Μαγαδασκάρης αλλά και μαστίχα με μπόλικο σιρόπι βύσσινο. Γράφονται γυμναστήριο τον Απρίλη πληρώνοντας την ετήσια συνδρομή για να πατήσουν 12 φορές όλες κι όλες. Τα σαββατοκύριακα θα κάνουν πιο εποικοδομητικό διάλογο με το ταβάνι παρά με τους κολλητούς τους.

Στη δουλειά τους (αν έχουν) είναι γκαραντί. Χτυπάνε τα 10ωρα και χωρίς γκρίνια. Ο μισθός στην αρχή του μήνα είναι σαν μικρός θησαυρός. Κυριολεκτικά μικρός, Κάνει φτερά το αργότερο σε δέκα μέρες.

Επιρρεπείς στον πανικό. Μέχρι αηδίας. Αν πάνε σε συνέντεξη ή αν χρειαστεί να κάνουν μια παρουσίαση στο γραφείο είναι σαν να προβάλλεται μετά από είκοσι χρόνια εκείνη η μικρή βιντεοκασσέτα που τράβηξε άτσαλα ο μπαμπάς από την άχαρη βιντεοκάμερα του 90΄ (με το τραγικό λουράκι που έδενε στο χέρι) τη στιγμή που έβγαινες στη στιγμή να πεις το ποίημα χλωμός από την ντροπή και την αγοραφοβία. Λες και η Επανάσταση της εικοστής-πέμπτης-μαρτίου κρατιόταν από τα χείλη σου και όχι από τα τουφέκια των οπλαρχηγών. Προβάλλεται η στιγμή που μπερδεύεις τα λόγια σου. Πέφτει σιγή. Τα ξαναβρίσκεις. Μα όλο το σόι είναι γύρω από την τηλεόραση και γελάει με τα χάλια σου.

Ωστόσο τα κατάφερες και επάξια κέρδισες μετά την εκδήλωση το μικτό παγωτό μηχανής.

Κρέμα σοκολάτα.

image

Συντάκτης: Θάνος Σώρας